- εὐσκεπεῖς
- εὐσκεπήςshelteredmasc/fem acc plεὐσκεπήςshelteredmasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευσκεπής — εὐσκεπής, ές (Α) ευσκέπαστος («τοὺς εὐσκεπεῑς καὶ εὐηλίους [τόπους]», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σκεπής (< σκέπη), πρβλ. α σκεπής, περι σκεπής] … Dictionary of Greek
πρόσειλος — ον, Α 1. εκτεθειμένος στις ηλιακές ακτίνες, προσήλιος, ευήλιος (α. «πρόσειλος αὐλή», Εύπ. β. «τόποι εὐσκεπεῑς καὶ πρόσειλοι», Θεόφρ.) 2. θερμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ειλος (< εἵλη [ΙΙ] «θερμότητα τού ηλίου»), πρβλ. εύ ειλος] … Dictionary of Greek